- πη
- (I)Α(δωρ. επίρρ.)1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.)2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο-].————————(II)και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα ΑΑ' (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.)1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον τινά, κάπως (α. «ταῡτα κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης», Ηρόδ.β. «ἤ ἔχεις πῃ ἄλλῃ κάλλιον λέγειν», Πλάτ.)2. (με άρνηση) καθόλου, διόλου, κατά κανέναν τρόπο («οὐ δὲ πῃ ἐστι, κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι», Ομ. Ιλ.)II. τοπ.1. κάπου, προς κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο (α. «οὔτε πῃ ἄλλῃ», Ομ. Ιλ.β. «ἦ πῄ με... πολίων... ἄξεις», Ομ. Ιλ.)2. κάπου, οπουδήποτε (α. «οὐδέ πῃ ἀσπὶς ἔην», Ομ. Ιλ.θ. «εἴ πῃ πιέζοιντο», Θουκ.)3. φρ. «πῇ μέν... πῇ δέ» — εν μέρει μεν, εν μέρει δε, αφ' ενός... αφ' ετέρουΒ' (ερωτημ. μόριο) Ι. (τροπ.)1. με ποιο τρόπο, πώς (α. «πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον», Ομ. Οδ.β. «πῇ δή», πώς λοιπόν, Πλάτ.γ. «πῇ δή οὖν ποτε», πώς επιτέλους, Πλάτ.«πῇ μάλιστα», πώς ακριβώς; Πλάτ.δ. «ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται», Ηρόδ)2. γιατί, για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο («πῇ δ' οὕτως ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται οἶος», Ομ. Ιλ.)II. (τού τόπου) σε ποιο μέρος, πού, προς τα πού («πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη... ἐκ μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)2. (σπανιότερα) πού («πᾷ, πᾷ κεῑται;», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.